Σε μεγάλην εξοριά, σ’ ένα (λαγκάδι)
μια ταχυνήν επήγα στο κουράδι,
σε δέντρα, σε (λιβάδια), σε ποτάμια,
σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.
Μέσα στα δέντρη εκείνα τ’ αθισμένα
που βόσκαν τα (‘λαφάκια) τα καημένα,
σε μια δροσομηλίτσα από κάτω
θωρώ μια (βοσκοπούλα) κι εκοιμάτο
κι είχε αγκαλιά τ’ αρνί τζη το μπολιάρι
κι ήτανε μια χαρά κι ένα καμάρι.
κι η (φορεσιά) που φόργιεν ήταν άσπρη
κι έλαμπε σαν τον ουρανό με τ’ άστρη.
Σιμώνω και θωρώ τη μεσ’ στα μάθια
και ράϊσε η (καρδιά) μου τρία κομμάθια
γιατί (έρωτες) είχαν, και δοξεύγαν
και να με σαϊτέψουν εγυρεύγαν…
Κώστας Μουντάκης (λύρα, τραγούδι), Γιώργης Ξυλούρης ή Ψαρογιώργης (λαούτο)